πετροκόπος

πετροκόπος
ο, ΝΜ
αυτός που κατεργάζεται την πέτρα, ο λιθοξόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλο-κόπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… …   Dictionary of Greek

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

  • πετροκοπιό — το / πετροκόπιον, ΝΜ, και πετροκοπειό και πετροκόπι Ν [πετροκόπος] τόπος στον οποίο κόβουν πέτρα, λατομείο …   Dictionary of Greek

  • πετροκοπώ — έω, Μ [πετροκόπος] κόβω πέτρα, επεξεργάζομαι λίθους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”